πασπάλην

πασπάλην
πασπάλη
the finest meal
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πασπάλη — η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν πολύ λεπτό αλεύρι νεοελλ. 1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη 2. σκόνη, κονιορτός 3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα τού αλευρόμυλου κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”